- περιφλίω
- Αείμαι υπερπλήρης, φουσκωμένος με κάτι («περιφλίοντες ἀλοιφῇ» — που πάνε να σκάσουν από το λίπος, Νίκ. Αλεξ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + φλίω «είμαι φουσκωμένος, γεμάτος» (που μαρτυρείται μόνο στον τ. τής μτχ. περιφλίοντος), βλ. λ. φλίω].
Dictionary of Greek. 2013.